хлебосольный - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

хлебосольный - translation to πορτογαλικά


хлебосольный      
hospitaleiro, acolhedor
hospedeiro      
I. adj гостеприимный, хлебосольный;
II. m содержатель, гостиницы
hospedeiro         
ORGANISMO QUE ABRIGA OUTRO EM SEU INTERIOR OU O CARREGA SOBRE SI
Hospedeiro intermediário; Hóspede; Planta hospedeira; Plantas hospedeiras
гостеприимный, хлебосольный, содержатель гостиницы хозяин (по отношению к гостям)

Ορισμός

хлебосольный
прил.
1) Соотносящийся по знач. с сущ.: хлебосол, связанный с ним.
2) Гостеприимный, радушный в угощении.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για хлебосольный
1. Хлебосольный дом, гостеприимные хозяева, теплая атмосфера.
2. А Ростов добрый, хлебосольный... о: ... Легкомысленный. в: Да.
3. Хочу, чтобы он был теплый, хлебосольный, чтобы гостей принимали.
4. - Любой гостеприимный и хлебосольный человек поймет мою радость.
5. Не обошли мы и гостеприимный, хлебосольный дом моей бабушки.